- ασφαλτόστρωση
- [-ις (-εως)] η асфальтирование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασφαλτόστρωση — η επίστρωση δρόμου, πλατείας κ.λπ. με άσφαλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφαλτοστρώνω. Η λ., στον λόγιο τύπο ασφαλτόστρωσις, μαρτυρείται το 1888 από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
ασφαλτόστρωση — η η επίστρωση με άσφαλτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασφάλτωμα — το ασφαλτόστρωση, ασφαλτόστρωμα … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
πισσόστρωση — η, Ν 1. επάλειψη ενός αντικειμένου με πίσσα 2. (οδοπ.) επικάλυψη τού οδοστρώματος με πίσσα για την εξομάλυνση τής επιφάνειάς του, την προστασία του από τη φθορά και την αποτροπή τής δημιουργίας σκόνης, αλλ. ασφαλτόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα +… … Dictionary of Greek